Η θεραπεία της ψωριασικής αρθρίτιδας έχει σαν στόχο τον έλεγχο της φλεγμονής και την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου, ώστε να διατηρείται η καλή σωματική λειτουργικότητα και να βελτιώνεται και η ποιότητα ζωής των ασθενών.
Σήμερα για την αντιμετώπιση της ψωριασικής αρθρίτιδας χρησιμοποιούνται φάρμακα που ονομάζονται τροποποιητικά της νόσου και οι βιολογικοί παράγοντες.
Τα τροποποιητικά της νόσου φάρμακα (Φάρμακα δηλαδή που τροποποιούν τη φυσική πορεία της ψωριασικής αρθρίτιδας αναστέλλουν την εξέλιξή της, και γι’ αυτό λέγονται ανοσοτροποποιητικά). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η Μεθοτρεξάτη, η Κυκλοσπορίνη, η Λεφλουνομίδη, και η Σουλφασαλαζίνη.
Την τελευταία δεκαετία χρησιμοποιούνται με επιτυχία τα βιολογικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα όπως η Ινφλιξιμάμπη, η Ετανερσέπτη, η Ανταλιμουμάμπη, η Γκολιμουμάμπη και η Κερτολιζουμάμπη αναστέλλουν τον παράγοντα antiTNF. H Ουστεκινουμάμπη και η Σεκουκινουμάμπη αναστέλλουν τις ιντερλευκίνες. Τα παραπάνω βιολογικά τροποποιητικά της νόσου είναι είτε ενδοφλέβια είτε υποδόριες ενέσεις. Ενώ η απρεμιλάστη είναι το πρώτο βιολογικό τροποποιητικό της νόσου που είναι σε χάπι.
Τελευταία έχουν προστεθεί στην θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και νεώτερα φάρμακα από του στόματος που ονομάζονται αναστολείς των JAK κινασών.
Τα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση όλων των συμπτωμάτων της ψωριασικής αρθρίτιδας, βελτιώνουν τα δερματικά εξανθήματα, ενώ αναστέλλουν και τις καταστροφές στις αρθρώσεις.
Παρόλο που δεν υπάρχει ριζική θεραπεία της νόσου, οι μέχρι σήμερα φαρμακευτικές επιλογές συμβάλλουν στην ελάττωση του πόνου, καθώς και στον περιορισμό της φλεγμονής και τη καταστροφή των αρθρώσεων.
Η θεραπεία της Ψωριασικής Αρθρίτιδας πρέπει να είναι ολιστική. Πέρα από την βασική θεραπεία για την νόσο πρέπει να ρυθμιστούν και οι συννοσηρότητες. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που έχουν συννοσηρότητες έχουν βαρύτερη νόσο και μικρότερη ανταπόκριση στην θεραπεία, ιδιαίτερα τα άτομα με κατάθλιψη.
Η έγκαιρη διάγνωση της νόσου και η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της καλής σωματικής λειτουργικότητας, την καλή ποιότητα ζωής και την μείωση των πιθανοτήτων αναπηρίας των ασθενών.